υπόφραγμα

υπόφραγμα
το, Ν
ναυτ. ο χώρος που σχηματίζεται κάτω από το κύριο κατάστρωμα τού πλοίου και μεταξύ τών διαφόρων καταστρωμάτων, κν. κοραδούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φράγμα. Η λ., στον πληθ. ὑποφράγματα, μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Νικόδημο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπόφραγμα — το ατος, καθένα από τα καταστρώματα πλοίου που βρίσκονται κάτω από το κύριο κατάστρωμα, υπόστρωμα, κοραδούρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το, ατος 1. καθετί που στρώνεται αποκάτω, το στρώμα, το στρωσίδι. 2. χοντρό μάλλινο ύφασμα που μπαίνει κάτω από σαμάρι ή σέλα στη ράχη ζώου. 3. το υπέδαφος (βλ. λ.). 4. το κατώτερο μέρος του πλοίου, το υπόφραγμα, κο(υ)ραδούρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”