- υπόφραγμα
- το, Νναυτ. ο χώρος που σχηματίζεται κάτω από το κύριο κατάστρωμα τού πλοίου και μεταξύ τών διαφόρων καταστρωμάτων, κν. κοραδούρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φράγμα. Η λ., στον πληθ. ὑποφράγματα, μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Νικόδημο].
Dictionary of Greek. 2013.